Ομιλία του κυρίου Αναστάση Πεπονή στην 1η Συνάντηση των απογόνων των Ελεύθερων Πολιορκημένων, Σάββατο του Λαζάρου 2009
Διεθνής Αδελφότητα Μνήμης Αγωνιστών Πολιορκιών και Εξόδου του Μεσολογγίου
Ιερή Πόλη Μεσολόγγι, Σάββατο του Λαζάρου 11 Απριλίου 2009
Αναστάσης Πεπονής
Ι
Ευχαριστώ τον Πρόεδρο και το Συμβούλιο του Συλλόγου Απογόνων των Πολιορκημένων του Μεσολογγίου για την τιμητική σκέψη να είμαι ομιλητής σ΄ αυτή την εκδήλωση.
Πρόθεσή μου δεν είναι βέβαια να προσθέσω τη δική μου ρητορεία στο πλήθος των πανηγυρικών λόγων αναγνώρισης και έξαρσης των Πολιορκημένων και Εξοδιτών.
Ούτε βέβαια να προσθέσω μια συμβολή σε εξιστορήσεις συγχρόνων τους όπως, ενδεικτικά, του Νικολάου Κασομούλη ή και συγχρόνων μας Μεσολογγιτών, όπως η παριστάμενη Ακακία Κορδόση, που έχουν ασχοληθεί με αγάπη και ιδιαίτερη ευσυνειδησία με τις Πολιορκίες και την Έξοδο και μας έχουν προσφέρει έγκυρες περιγραφές.
Αφετηρία λοιπόν των σκέψεων που θα σας εκθέσω είναι ένα ερώτημα. Ερώτημα που με είχε απασχολήσει και όταν αποφασίζαμε τη σύσταση Συλλόγου Απογόνων των Πολιορκημένων του Μεσολογγίου.
Τι σημαίνει άραγε, αναρωτήθηκα, το να είσαι απόγονος; Το ερώτημα δεν αναφέρεται στο συλλογικό, έτσι και απρόσωπο, αίσθημα της ιστορικής συνέχειας. Αφορά στα συγκεκριμένα πρόσωπα, στην εξατομικευμένη προβολή και επίκληση μιας καταγωγής. Υπενθυμίζω ότι η επίκληση τίτλων διάκρισης, που στην Ευρώπη ήταν τίτλοι κληρονομούμενοι, είχε αποκλειστεί από τα χρόνια της Επανάστασης του 1821 με το Σύνταγμα της Τροιζήνας.
Την ένταξη αυτής της ατομικής συνείδησης καταγωγής σ΄ ένα συλλογικό σχηματισμό, την αντιλαμβανόμαστε νομίζω σαν έκφραση μιας ιδιαίτερης συνείδησης χρέους. Δηλώνει η σύσταση του Συλλόγου την πρόθεση μιας ειδικής συμβολής στην εκπλήρωση ενός χρέους, που δεν είναι βέβαια μόνο των «απογόνων». Εξηγούμαι.
ΙΙ
Ο Σύλλογος απογόνων των Αγωνιστών του Μεσολογγίου αναφέρεται με την επωνυμία του στη μνήμη. Στη μνήμη όλων των Πολιορκημένων - Μεσολογγιτών, Σουλιωτών, αλλά και Ευρωπαίων συμμαχητών τους με εμβληματικές φυσιογνωμίες του Άγγλου Λόρδου Βύρωνα και του Ελβετού Ιωάννη Μάγερ. Αυτή η αναφορά στη μνήμη, μας τοποθετεί νομίζω απέναντι σ΄ ένα κρίσιμο ζήτημα. Πρόκειται για την ιστορική μνήμη, δηλαδή μνήμη συλλογική.
Η ιστορική μνήμη αποτελεί στοιχείο συλλογικής ταυτότητας, που στην περίπτωσή μας είναι η εθνική. Η διατάραξή της, περισσότερο η απώλειά της, ακούσια ή από σχεδιασμό και χειραγώγηση, αποδυναμώνει ή και τείνει να απονεκρώσει την εθνική ταυτότητα.
Εμείς αισθανόμαστε ως χρέος να διατηρήσομε αυτή τη μνήμη ζωντανή. Δεν αποβλέπομε βέβαια σε μια πληκτική απομνημόνευση, όπως αυτή του σχολικού μαθήματος της Ιστορίας στα χρόνια τα δικά μας, των παλαιότερων. Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι λίγο μ΄ ενδιαφέρει εάν ένας μαθητής, ή άλλος, δεν θυμάται την ακριβή ημερομηνία της Εξόδου, αν την τοποθετήσει π.χ. στις 15 Απριλίου του 1826. Μας ενδιαφέρει νομίζω να μεταδοθεί στους νεότερους το νόημα της συμπεριφοράς και των πράξεων των Πολιορκημένων, τα ιδεολογικά και ηθικά κίνητρα της Εξόδου· να κατανοούν το νόημα και το ηθικό βάρος της απαντοχής των Πολιορκημένων και της Α π ό φ α σ ή ς τους να δοθεί τέλος στην Πολιορκία με την Έξοδο. Δεν τονίζω τυχαία ότι επρόκειτο για απόφαση, δηλαδή για επιλογή.
Σε βιβλίο Ιστορίας έχει επιχειρηθεί έμμεσα μια αμφισβήτηση ότι επρόκειτο για απόφαση· εκφράζεται με τη διαπιστωτική κρίση των συγγραφέων ότι οι πολιορκημένοι «αναγκάστηκαν σε ηρωική έξοδο». Οι πολιορκημένοι όμως στο ιστορικό κείμενό τους δεν λέγανε «αναγκαζόμεθα» αλλά «…αποφασίσαμεν ομόφωνα». Η Έξοδος δεν ήταν πράξη που την επέβαλε μια ανάγκη. Η ανάγκη, δηλαδή η εξάντληση των εφοδίων και η εξουθενωτική πείνα, θα μπορούσαν να επιβάλουν και να δικαιολογήσουν πλήρως την παράδοση. Η Έξοδος εξέφραζε και επιβεβαίωνε, με τον πιο δραματικό τρόπο, την άρνηση παράδοσης και μάλιστα σε επανειλημμένες και ελκυστικές προτάσεις.
Βέβαια γίνεται στις μέρες μας λόγος για αναθεώρηση της ιστορίας και συσχετίζεται αυτή η αναθεώρηση με την προσαρμογή στο νέο διεθνές περιβάλλον. Αντιλαμβάνομαι ότι νέες συνθήκες μπορεί ίσως να επιβάλουν ένα νέο διάβασμα της ιστορίας, μια επαναξιολόγηση γεγονότων, νέα συμπεράσματα χρήσιμα για την εκτίμηση σύγχρονων καταστάσεων. Ως αναθεώρηση όμως της ιστορίας δεν αντιλαμβάνομαι παρά αυτή που προκύπτει από μια αυστηρά επιστημονική έρευνα. Όχι εκείνη με την οποία επιχειρείται αυθαίρετα η επιβολή ιδεολογικών θέσεων ή και η προώθηση πολιτικών επιδιώξεων.
ΙΙΙ
Ο Σύλλογος λοιπόν θέλει να προσφέρει τη συμβολή του στη διατήρηση ζωντανής της συλλογικής μας μνήμης, έτσι όμως και της εθνικής μας υπόστασης και ταυτότητας.
Διατυπώνεται όμως στις μέρες μας το ερώτημα: ποια η σημασία και ποιος ο ρόλος που μπορεί να έχει το έθνος μέσα σε μια ενοποιούμενη Ευρώπη και σε μια διεθνή πραγματικότητα αποκαλούμενη «παγκοσμιοποίηση»;
Το ερώτημα αγγίζει νομίζω και τους σκοπούς του Συλλόγου των Απογόνων αλλά και τη σκοπιμότητα επετειακών εκδηλώσεων όπως ο εορτασμός της Εξόδου του Μεσολογγίου. Μήπως άραγε προσπαθούμε να συντηρήσομε οντότητες και αξίες ξεπερασμένες, ίσως και άχρηστες, μέσα σε συνθήκες μιας νέας πραγματικότητας;
Δεν θα αναφερθώ στη παγκοσμιοποίηση όπως εκδηλώνεται στο επίπεδο της οικονομίας. Η παγκοσμιοποίηση εκδηλώνεται και στην περιοχή του πολιτισμού - των αξιών, των συνηθειών και των τρόπων ζωής των λαών. Και το έθνος δεν είναι μόνο πολιτική αλλά κατεξοχήν και πολιτισμική οντότητα. Γι΄ αυτήν λοιπόν την πολιτισμική διάσταση της «παγκοσμιοποίησης» επικαλούμαι έναν κορυφαίο της Ευρωπαϊκής ποίησης και του ευρωπαϊκού στοχασμού, τον γεννημένο στις Η.Π.Α. Τόμας Έλιοτ. Μια ομοιόμορφη κουλτούρα, είχε πει στα μέσα του 20ου αιώνα, δεν θα ήταν διόλου κουλτούρα. Θα είναι, πρόσθετε, μια ανθρωπότητα απανθρωποποιημένη. Θα είναι - μεταφέρω τον Έλιοτ - ένας εφιάλτης. Να αναρωτηθούμε λοιπόν εμείς τώρα εάν και πώς αντιστεκόμαστε σ΄ αυτόν τον εφιάλτη.
Όσον αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δανείζομαι και πάλι μία άλλη έγκυρη σκέψη. Γάλλος πολιτικός, απ΄ τους πρωταγωνιστές της Ευρωπαϊκής ενοποίησης, ο Ζακ Ντελόρ, σε συνέντευξή του πριν σχεδόν ένα χρόνο, προσδιόρισε τρεις στόχους για να είναι η Ευρώπη αντάξια της ιστορίας της. Ο ένας απ΄ αυτούς είναι: «Να ενθαρρύνει – η Ευρωπαϊκή Ένωση - την πολιτισμική και γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης».
Στην Ευρώπη, που η πολιτισμική φυσιογνωμία της διαμορφώθηκε μέσα από την πολυμορφία, είχαν στραμμένη τη σκέψη τους και οι επαναστάτες του Μεσολογγίου. Θα εξάρω ξανά, όπως και πριν λίγα χρόνια εδώ στο Μεσολόγγι, την ανακοίνωση - Προκήρυξη τη χαρακτήριζαν - του Δημητρίου Παύλου, δημοσιευμένη στα «Ελληνικά Χρονικά» το Μάιο του 1824. Γράφει ο Παύλου για τους Μεσολογγίτες: «Εστοχάσθησαν όμως τώρα καλόν και αναγκαίον να εισάξουν εις το παιδευτήριόν των παρεκτός των Ελληνικών και την σπουδήν μίας των γλωσσών της Ευρώπης, δια τας νέας με τους Ευρωπαίους σχέσεις των». Δεν ξέρω αν έχει αξιολογηθεί και πώς αυτή η διορατικότητα των επαναστατημένων Μεσολογγιτών. Έχω μόνο υπόψη μου την επισήμανσή της από τον μεσολογγίτη Σπύρο Κανίνια και πρόσφατα από τον συνταγματολόγο Δημήτρη Τσάτσο. Μετά από δύο Πολιορκίες, για τη δεύτερη μας μίλησε πρόσφατα ο Νίκος Κολόμβας, που θα τις ακολουθούσε η Τρίτη και πιο δραματική, οι Μεσολογγίτες του 1824 διαβλέπανε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας και προετοίμαζαν γι΄ αυτόν τα παιδιά τους. Και επρόκειτο ακόμα τότε για την Ευρώπη των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών και συγκρούσεων.
Σήμερα τα περισσότερα κράτη της ηπείρου μας μετέχουν στο ενοποιητικό σχήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ε.Ε. είναι ένωση κρατών και λαών, συγκροτημένων πάνω στην αρχή του κράτους - έθνους.
Ο Ζακ Ντελόρ ζητά από την Ε.Ε., δηλαδή από τα κεντρικά της όργανα, να ενθαρρύνουν την πολιτισμική και γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης. Εξάλλου, οι Συνθήκες οι οποίες διέπουν τη σύσταση και τη λειτουργία της Ε.Ε. περιλαμβάνουν διάταξη για το σεβασμό της εθνικής ταυτότητας των μελών της.
Τόσο η πρόσφατη προτροπή του Ντελόρ, όσο και οι επίσης πρόσφατες διατάξεις των Ευρωπαϊκών Συνθηκών για την εθνική ταυτότητα, μας επιβεβαιώνουν ότι προσπάθειες όπως αυτή του Συλλόγου των Απογόνων των Πολιορκημένων του Μεσολογγίου δεν αποβλέπουν σε μια στείρα προσκόλληση στο χ τ ε ς. Μας θέτουν μπροστά στις ευθύνες μας για ζωτικό ζήτημα του σ ή – μ ε ρ α που είναι η εθνική επιβίωση· ζήτημα δικό μας, των Ελλήνων, αλλά και άλλων λαών της Ευρώπης.
Όμως και η ενθάρρυνση που προτείνει ο Ντελόρ και ο σεβασμός στον οποίο αναφέρονται οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες, δεν εξασφαλίζουν από μόνες τους τη διατήρηση ζωντανής της εθνικής ταυτότητας, έτσι και την επιβίωση των Ευρωπαϊκών εθνικών οντοτήτων.
Αναγκαία προϋπόθεση για να εκδηλωθεί η ενθάρρυνση και να τηρηθεί ο σεβασμός είναι η θέληση των ίδιων των λαών με πρώτη την ευθύνη των πνευματικών και πολιτικών ηγεσιών τους.
ΙV
Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι αυτή η ευθύνη δεν αφορά μόνο στην διατήρηση της ιστορικής μνήμης, με πηγή ιστορικά έγγραφα και αυθεντικές αφηγήσεις. Περιλαμβάνει νομίζω το σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον και σε ιστορικούς τόπους όπως μας τα κληρονόμησαν οι πρόγονοί μας. Η κακοποίηση αυτού του περιβάλλοντος, η βάναυση αλλοίωσή του, δεν αντιστρατεύονται μόνο την επιθυμητή και παραδεκτή αξιοποίησή του· αποδυναμώνουν και τη ιστορική μνήμη. Γιατί αυτό το περιβάλλον, ιδιαίτερα εδώ στο Μεσολόγγι και στο Αιτωλικό, τόποι της θάλασσας και της στεριάς, ανασταίνουν στη σκέψη γεγονότα και πρόσωπα, συμβάλλουν στη διατήρηση ζωντανής της ιστορικής μνήμης. Είναι ευθύνη των σημερινών Μεσολογγιτών ο σχεδιασμός της ανάπτυξης με γνώμονα το συνταίριασμα του σύγχρονου με την παράδοση. Τα πρότυπα γι΄ αυτό το συνταίριασμα υπάρχουν. Αρκεί να τα αναζητήσομε και να τα μεταφέρομε· όχι μιμητικά αλλά προσαρμοσμένα στις τοπικές συνθήκες.
V
Κλείνω με κάποιες σκέψεις για τη στάση μας απέναντι στη ιστορική μνήμη.
Η ιστορία, ιδίως η ιστορία του Νεότερου Ελληνισμού, κακοποιείται με πολλούς τρόπους. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή η κακοποίηση συνδέεται με ιδεολογήματα ή και πολιτικές σκοπιμότητες.
Παράλληλα όμως είναι ευδιάκριτα και τα συμπτώματα μιας εντυπωσιακής άγνοιας σημαντικών σταθμών της ιστορίας μας, ακριβέστερα τα συμπτώματα μιας προκλητικής αδιαφορίας για την ιστορία μας σε σημαντική μερίδα των νεότερων γενιών. Επακόλουθο νομίζω και αυτό της ισοπέδωσης των αξιών αλλά και της ιδεολογικής κυριαρχίας ενός οικονομισμού.
Αισθάνομαι ότι ο Σύλλογος που οργάνωσε τη σημερινή εκδήλωση εκφράζει, ανάμεσα σ΄ άλλα, και την πρόταση μιας αντίστασης σ΄ αυτή την άγνοια, προ παντός σ΄ αυτήν την αδιαφορία.